12.24.2006

Από Ανάστασι σε Ανάστασι

Με μιά δύναμη σαν ξένη σήμερα - πετάξαμε πάνω από τον άδειο τάφο - ύστερα πάνω από τους Σταυρούς - πάνω από την αιχμάλωτη πόλι - πάνω από τα δένδρα της Γεσθημανής - τους βουερούς θάμνους στο Ορος των Ελεών - μέσα από τα σύννεφα στο χωριό του Λαζάρου και το πανηγύρι - πάνω από τους μεθυσμένους της Κανά - στο ξυλουργείο - κι από εκεί στην Βηθλεέμ - γράφοντας έναν τέλειο κύκλο - από Ανάστασι σε Ανάστασι.

12.21.2006

Ενας χρόνος και μία ημέρα.

Αχ! να μουνα Σπουργίτης αληθινός ! Να τανε αληθινός ο ουρανός - όχι τώρα γαλάζιος με τις ξυλομπογιές μου! Και τα σύννεφα να ταν κι αυτά αληθινά και να χανε βάρος - να με στήριζαν - και να τανε κι ο Ηλιος αληθινός - να με ζέσταινε στ αλήθεια - όχι μ ένα καρφί στον ουρανό - κι η ζέστη του ηλεκτρική ! - και να τανε ο ήσκιος μου κι αυτός αληθινός - να μέτραγε τις ώρες μου - και να τις έβρισκε ατέλειωτες - κι η θάλασσα αληθινή - να καθόμουνα στην άκρη της - να σε περίμενα - όποιος κι αν Είσαι.

12.18.2006

Στέγνωσε το νερό της μάννας μου.

Εκανε ζέστη μεγάλη εκείνη την ημέρα - και η μάννα μου βγήκε στην αυλή - ανέβασε νερό και γελούσε - π' άδειασε πάνω της το κρυο νερό. Της πιάστηκε η ανάσα - μπήκε μέσα και πήγα - ξυπόλητος και πάτησα το νερό της μάννας μου. Η ζωή μας τώρα μοιάζει με βιβλίο.
Ερχεται από το Κάστρο - με το απογευματινό λεωφορείο - κατεβαίνει στην Στροφή. Είναι πιό μικρή από μένα - περίπου δέκα χρόνια. Τα πέδιλά της δεν μου χωράνε πιά.
Προχθές - είδαμε έναν Ξένο στο χωριό - καθότανε μονάχος στην στάσι - ξεφλούδισε ένα πορτοκάλι - φορούσε ένα κόκκινο πουκάμισο. Το στήθος του ήταν σαν τσαλακωμένη εφημερίδα και έβηχε. Φορούσε κάτι παλιοπάπουτσα που είχανε δει δρόμους και δρόμους. Οταν ήρθε σπίτι - η μάννα μου του έδωσε τα παλιά παπούτσια μου.
Μιά άλλη φορά - βρήκα ένα πεθαμένο Σπουργίτι. Το σήκωσα - κι ήταν πιό ελαφρό κι απ το τίποτα. Τα πόδια του ήταν σπασμένα - κι ήταν ξυπόλητο - σαν κι εμένα.
Τώρα δεν έχω τίποτα να φορέσω - και το νερό της μάννας μου στέγνωσε.

12.17.2006

Κάποιος θερίζει στο Φεγγάρι.

Ητανε ξαπλωμένη στο ντιβανάκι της κουζίνας - την ανασήκωσα στα μαξιλάρια - να δη μιά στιγμή - έξω. Ερχονται οι Ελιές - μου είπε - κοίτα ! Κρύωνε - την σκέπασα κι έκατσα δίπλα της - της κράτησα το χέρι. Μύριζε σαν περασμένος ουρανός. Αφήσαμε το παράθυρο ανοικτό - ψιχάλιζε. Δεν είναι ο Τρόμος που σε φοβίζει - είναι μιά φούχτα σκοτεινό νερό που φέρνει με τα χέρια του. Νύχτωσε - δεν ξαναμίλησε. Εκλεισα το παράθυρο - έριξα δυό ξύλα στην φωτιά. Υπάρχει κάτι π αφήνει γυάλινα ίχνη στο φεγγάρι - γράφει τις ιστορίες μας στην σκόνη του - υπάρχουνε στάχυα της σφαγής και αίμα. Κι υπάρχουνε Σπουργίτια - με διπλωμένα γόνατα - και Χελιδόνια - που δεν θα ξαναδούνε ποτέ τις Σάρδεις. Πώς φεύγει ένα Χελιδόνι; Αργά - μεσάνυχτα - σήκωσε το χέρι της και φανερώθηκε η Σκιά - ένα χελιδόνι ξανά στον τοίχο - δίπλα της - βαμμένο με κίτρινη λαδομπογιά - κι ύστερα ένα καράβι - κι ύστερα σύννεφα - κι ύστερα ξανά το Χελιδόνι. Κοίτα - ψιθύρισε - έρχονται - και πέθανε - το χέρι της έπεσε - κι έφυγε η Σκιά. Κάποιος θερίζει στο Φεγγάρι.

12.14.2006

Να σύρουμε τα χελιδόνια μας στο καλοκαίρι.

Εχθές επάθαμε μεγάλο κακό. Κάτι παραπληγικά χελιδόνια, έμειναν εδώ - δεν έφυγαν για τήν Αφρική. Εμειναν στις φωλιές τους και οι φωλιές έχουν μαδήσει - και κάνει κρύο. Ηταν άλλωστε κακοφιαγμένες από την αρχή - γιατί τα χελιδόνια φιάχνουνε την φωλιά τους σπρώχνοντας την μαλακή λάσπη με το στήθος τους - και οι φωλιές είναι τα χελιδόνια - και τα χελιδόνια είναι άρρωστα. Ησαν οι φωλιές παράξενες - δίχως θόλους και τρούλους - αλλά πεντάγωνες και εξάγωνες - κυρίως μυτερές ! Μυτερές φωλιές ! Τις περισσότερες τις χαλάσανε οι οικοδεσπότες άνθρωποι - με τα σκουπόξυλα - τις γκρεμίσανε από τα περβάζια και τα στέγαστρα - και τα χελιδόνια γκρεμοτσακίστηκαν. Οχι όλα - πάντως πολλά. Εσπαγε η φωλιά - κι έπεφτε από μέσα το χελιδόνι - και οι άνθρωποι τρόμαξαν με τις μορφές τους - πώς έβγαινε αυτό το πράγμα μέσα από αυτή την μυτερή φωλιά - και το πατούσαν αμέσως, με αηδία και οργή, σα να ήταν ένα μεγάλο έντομο. Τα άρρωστα χελιδόνια. Τα πήραμε - όσα έμειναν - και τα φέραμε στα σπίτια μας - τα βάλαμε στο κρεβάτι μας - κι ανάψαμε τις ξυλόσομπες - άδικος κόπος. Ο Χειμώνας μπαίνει μέσα τους και - χιονίζει μέσα στα κόκκαλα των χελιδονιών - δεν υπάρχει ζέστα παρηγορητική για τα χελιδόνια - ούτε φωτιά καλοκαιριού. Πεθαίνουν. Οσα έμειναν επειδή είναι άρρωστα - και όσα έχασαν τον λόγο της αποδημίας. Και όσα είναι τυφλά - και τα μυτερά χελιδόνια με τις εξάγωνες φωλιές. Κανείς δεν ξέρει τι να κάνη - τι να κάνουμε. Η Ουρανία μόνο - είπε πώς ο Χειμώνας είναι σαν τον Ουρανό - ολόκληρος και με τις κονδυλιές του Γαλαξία - πυκνός - πώς μέσα του ζούνε μυστικά όλες οι εποχές - κι όλες ζούνε μέσα στην κάθε μία. Πρέπει να ψάξουμε - συνέχισε - να βρούμε τα κρυμμένα μικρά καλοκαίρια - τ απρόσμενα - ξαφνικά καθώς στρίβεις το κεφάλι σου - στην πίσω μεριά αυτής της μάντρας - στο πλάϊ του δρόμου κοντά στο συρματόπλεγμα - κι εκεί - καθώς κάτι περνάει γρήγορα κι αφήνει πίσω του μιά ζέστη - υπάρχουνε - αρκεί να ψάξουμε - ποτέ μην σταματήσουμε - να σύρουμε τα χελιδόνια μας στο καλοκαίρι.

12.11.2006

Ο μαύρος γάτος του κ. Σπουργίτη

Μιά φορά ένας είδε σε μία γάτα την αρχαιότητα. Τα ζώα είπε δεν έχουν ηλικία, είναι ταυτογχρόνως αρχαία και σύγχρονα. Η γάτα που τρίβεται στο πόδι σου είναι η γάτα που ξαπλώνει στην φωτιά του Ηρακλείτου.
Αν κοιτάξεις μέσα στα μάτια της και για πολύ θα δης.
Οι άνθρωποι έχουν την ηλικία του παρόντος. Υστερα πεθαίνουν και εξισώνονται γιατί οι νεκροί είναι όλοι συνομίληκοι. Στο δημοτικό σχολείο των Ηλυσίων, ο Δημόκριτος και ο Αϊνστάϊν κάθονται στο ίδιο θρανίο.
Αιωνίως στην ίδια τάξι γίνονται σαν μισες γάτες.
Το άλλο μισό, την αιωνιότητα του παρόντος, την κρατάνε οι γάτες μόνο για τον εαυτό τους.

12.07.2006