1.09.2007

Της Μιραντολίνας.

Είμαι με το κορίτσι - με σένα Μιραντολίνα. Η αγάπη υποχρεώνει και νοιώθεις την υποχρέωσί της - σαν ελευθερία. Ο Σπουργίτης είναι ελεύθερος - δεν φοβάται.
Μην ξαναπειράξετε την Μιραντολίνα - σήμερα ο Σπουργίτης φόρεσε το ξύλινο σπαθί του.

Να σας πω πώς βρήκα το ξύλινο σπαθί μου ;
Μία ημέρα - γύρισα σπίτι - από τα Χειμαδιά - κι από μακριά είδα την μάννα μου στο κατώφλι - με περίμενε - και τα μαλλιά της ανέμιζαν - και τίναζε ο αέρας το φουστάνι της. Ετρεξα τότε - κι έπεσα στην αγκαλιά της - ήταν καλοκαίρι. Κι έκανε ζέστη μεγάλη. Στρώσαμε στο κατώφλι - την ώρα που νύχτωσε - και ξαπλώσαμε στην δροσιά - κι έστεκε πάνω μας η πικροδάφνη - κι έστελνε ερεθισμένη σινιάλα. Την άλλη μέρα - βρήκα ένα κλαδί πεσμένο - το καθάρισα - κι αυτό είναι τώρα το σπαθί μου. Το δένω με μιά τριχιά στην μέση - με τρέμουνε οι ουρανοί σαν το φοράω.

1.05.2007

Η εποχή των θαυμάτων.

Ξέρω - αν μία ημέρα μείνω μόνος - τότε θ αρχίση η εποχή των θαυμάτων. Δεν είναι δύσκολο - αρκεί να στρίψω αρκετά - μέσα στον κόσμο. Να κοιμάμαι με το πρώτο φως της νύκτας - να ξυπνάω χαράματα. Να κάνω τον Σταυρό μου αδιάκοπα - μέχρι να βρούνε τα χέρια μου τον πρώτο προορισμό τους - να ανασαίνω βαθειά με όλες τις λέξεις μου. Και πρώτη μου δουλειά να είναι αυτή - να γυρίσω τις πέτρες στο πλευρό τους. Ετσι στρίβεις του κόσμου. Υστερα κάθομαι στο παράθυρο και πέρα - μακριά - είδα τις ελιές που βγήκανε - ξεκλειδώσανε το αρχαίο ξύλο τους και βγήκανε - ξεμαλλιασμένες - χλωμές από τον σκοτεινό Παράδεισο - που περιμένει τους ανθρώπους να φωτίση. Και τους Σπουργίτες.

1.04.2007

Ο Ξένος.

Την πρώτη ημέρα του νέου χρόνου - ήρθε ένας Ξένος - κατέβηκε από το λεωφορείο και κοιτούσε ολόγυρα - κι ύστερα κάθισε σε μία πέτρα κοντά στην στάσι. Δεν θυμάμαι τότε που πήγα - έφυγα όμως - κι όταν γύρισα τον βρήκα καθισμένο μπροστά στην πόρτα μας στο κατώφλι. Ηταν ζεστό νερό στο λεκανάκι - κι η μάννα μου στην καρέκλα της - κι ο Ξένος της έπλενε τα πόδια - με ζεστό νερό και πράσινο σαπούνι. 'Ητανε σα να πέρασαν αιώνες - γιατί μιά αράχνη έπλεξε κι όλας δίπλα το πανάκι της - και μόνο ο ήλιος μας μετρούσε κι ανέβαινε - και μας φώτιζε με χρυσές σπιθαμές. Εσύ άναψες τη λάμπα στο κατώφλι μας Νικηφόρε - με ρώτησε - κι είπα ναι, εγώ την άναψα - άναψε ως την άκρη του κόσμου -κι είδε αυτός τον δρόμο και ήρθε. Σκούπισε τότε τα πόδια της - με μιά παλιά πετσέτα της κουζίνας - και την έριξε στον ώμο του - κι η μάννα μπήκε στο σπίτι και γύρισε - με τα παπούτσια του πατέρα μου. Τα θες, του είπε, πάρτα - μην περπατάς ξυπόλητος. Κι ο Ξένος - πήρε τα παπούτσια του πατέρα μου και τα φόρεσε.

12.24.2006

Από Ανάστασι σε Ανάστασι

Με μιά δύναμη σαν ξένη σήμερα - πετάξαμε πάνω από τον άδειο τάφο - ύστερα πάνω από τους Σταυρούς - πάνω από την αιχμάλωτη πόλι - πάνω από τα δένδρα της Γεσθημανής - τους βουερούς θάμνους στο Ορος των Ελεών - μέσα από τα σύννεφα στο χωριό του Λαζάρου και το πανηγύρι - πάνω από τους μεθυσμένους της Κανά - στο ξυλουργείο - κι από εκεί στην Βηθλεέμ - γράφοντας έναν τέλειο κύκλο - από Ανάστασι σε Ανάστασι.

12.21.2006

Ενας χρόνος και μία ημέρα.

Αχ! να μουνα Σπουργίτης αληθινός ! Να τανε αληθινός ο ουρανός - όχι τώρα γαλάζιος με τις ξυλομπογιές μου! Και τα σύννεφα να ταν κι αυτά αληθινά και να χανε βάρος - να με στήριζαν - και να τανε κι ο Ηλιος αληθινός - να με ζέσταινε στ αλήθεια - όχι μ ένα καρφί στον ουρανό - κι η ζέστη του ηλεκτρική ! - και να τανε ο ήσκιος μου κι αυτός αληθινός - να μέτραγε τις ώρες μου - και να τις έβρισκε ατέλειωτες - κι η θάλασσα αληθινή - να καθόμουνα στην άκρη της - να σε περίμενα - όποιος κι αν Είσαι.

12.18.2006

Στέγνωσε το νερό της μάννας μου.

Εκανε ζέστη μεγάλη εκείνη την ημέρα - και η μάννα μου βγήκε στην αυλή - ανέβασε νερό και γελούσε - π' άδειασε πάνω της το κρυο νερό. Της πιάστηκε η ανάσα - μπήκε μέσα και πήγα - ξυπόλητος και πάτησα το νερό της μάννας μου. Η ζωή μας τώρα μοιάζει με βιβλίο.
Ερχεται από το Κάστρο - με το απογευματινό λεωφορείο - κατεβαίνει στην Στροφή. Είναι πιό μικρή από μένα - περίπου δέκα χρόνια. Τα πέδιλά της δεν μου χωράνε πιά.
Προχθές - είδαμε έναν Ξένο στο χωριό - καθότανε μονάχος στην στάσι - ξεφλούδισε ένα πορτοκάλι - φορούσε ένα κόκκινο πουκάμισο. Το στήθος του ήταν σαν τσαλακωμένη εφημερίδα και έβηχε. Φορούσε κάτι παλιοπάπουτσα που είχανε δει δρόμους και δρόμους. Οταν ήρθε σπίτι - η μάννα μου του έδωσε τα παλιά παπούτσια μου.
Μιά άλλη φορά - βρήκα ένα πεθαμένο Σπουργίτι. Το σήκωσα - κι ήταν πιό ελαφρό κι απ το τίποτα. Τα πόδια του ήταν σπασμένα - κι ήταν ξυπόλητο - σαν κι εμένα.
Τώρα δεν έχω τίποτα να φορέσω - και το νερό της μάννας μου στέγνωσε.

12.17.2006

Κάποιος θερίζει στο Φεγγάρι.

Ητανε ξαπλωμένη στο ντιβανάκι της κουζίνας - την ανασήκωσα στα μαξιλάρια - να δη μιά στιγμή - έξω. Ερχονται οι Ελιές - μου είπε - κοίτα ! Κρύωνε - την σκέπασα κι έκατσα δίπλα της - της κράτησα το χέρι. Μύριζε σαν περασμένος ουρανός. Αφήσαμε το παράθυρο ανοικτό - ψιχάλιζε. Δεν είναι ο Τρόμος που σε φοβίζει - είναι μιά φούχτα σκοτεινό νερό που φέρνει με τα χέρια του. Νύχτωσε - δεν ξαναμίλησε. Εκλεισα το παράθυρο - έριξα δυό ξύλα στην φωτιά. Υπάρχει κάτι π αφήνει γυάλινα ίχνη στο φεγγάρι - γράφει τις ιστορίες μας στην σκόνη του - υπάρχουνε στάχυα της σφαγής και αίμα. Κι υπάρχουνε Σπουργίτια - με διπλωμένα γόνατα - και Χελιδόνια - που δεν θα ξαναδούνε ποτέ τις Σάρδεις. Πώς φεύγει ένα Χελιδόνι; Αργά - μεσάνυχτα - σήκωσε το χέρι της και φανερώθηκε η Σκιά - ένα χελιδόνι ξανά στον τοίχο - δίπλα της - βαμμένο με κίτρινη λαδομπογιά - κι ύστερα ένα καράβι - κι ύστερα σύννεφα - κι ύστερα ξανά το Χελιδόνι. Κοίτα - ψιθύρισε - έρχονται - και πέθανε - το χέρι της έπεσε - κι έφυγε η Σκιά. Κάποιος θερίζει στο Φεγγάρι.