1.26.2007

Ζήτησα μιά φορά.

Ζήτησα μιά φορά - για μένα! - το ελάχιστο του κόσμου - και δεν μου δόθηκε. Σκέφτομαι τώρα - ίσως να ζήτησα πολλά. Σπουργίτης Νικηφόρος - σα να φωνάζη παρόν το τίποτα. Kαι πώς ν αντέξω τόσο βάρος ....

1.17.2007

Εγώ είμαι ο Νικηφόρος.

Ηρθε μία ημέρα - κοίιταξα στον καθρέφτη και δεν είδα κανέναν. Είδα μονάχα τον κόσμο - να γυρνάη αργά - αλλά εγώ έλειπα. Κι ύστερα πρόσεξα τα ίχνη της παρουσίας. Είδα ένα τσιγάρο αφημένο στο τασάκι - ακόμα κάπνιζε - το σχήμα ενός σώματος στο κρεβάτι - ένοιωσα μιά μυρωδιά που κάτι μου θύμιζε - οικοία και ξένη - σαν την μηρωδιά που έχουν τα δάκτυλά σου όταν γυρνάνε από τα σπλάγχνα εκείνης που αγάπησες. Θυμήθηκα τότε ψιθύρους και χάδια - χειρονομίες στο κενό - απογεύματα που ο ήλιος έντυνε χρυσό ένα πρόσωπο. Θυμήθηκα περιπέτειες - και νεκρούς - χωράφια σπαρμένα με στάρια και σκελετούς - και θυμήθηκα νερά και απογεύματα. Αλλά όλα - χωρίς εμένα - άδεια - στην θέσι μου ένα κενό. Αναρωτιέμαι αν είναι αυτό η ζωή - αν είναι αυτό η ζωή μου. Μετά πέρασε καιρός - κι ονόμασα τα ξέθωρα ίχνη - στην άκρη της λησμονιας - τα είπα Νικηφόρο.

1.10.2007

Το κλουβί του ουρανού.

Οταν ήμουν μικρός - και έξυπνος σαν παιδί - όχι τώρα που μαδήσανε τα φτερά μου - κοιτούσα ψηλά τον ουρανό - έβλεπα το φεγγάρι κι έλεγα : ποιός τρελλός άναψε αυτή την λάμπα στο ταβάνι του σύμπαντος ; Ποιός φώτισε τα άπειρα - κι εγώ πώς θα τ αντέξω ; Υστερα περάσανε τα χρόνια - κι αντέχω όπως αντέχετε κι εσείς - έκλεισα τον ουρανό στο κλουβί του.

1.09.2007

Της Μιραντολίνας.

Είμαι με το κορίτσι - με σένα Μιραντολίνα. Η αγάπη υποχρεώνει και νοιώθεις την υποχρέωσί της - σαν ελευθερία. Ο Σπουργίτης είναι ελεύθερος - δεν φοβάται.
Μην ξαναπειράξετε την Μιραντολίνα - σήμερα ο Σπουργίτης φόρεσε το ξύλινο σπαθί του.

Να σας πω πώς βρήκα το ξύλινο σπαθί μου ;
Μία ημέρα - γύρισα σπίτι - από τα Χειμαδιά - κι από μακριά είδα την μάννα μου στο κατώφλι - με περίμενε - και τα μαλλιά της ανέμιζαν - και τίναζε ο αέρας το φουστάνι της. Ετρεξα τότε - κι έπεσα στην αγκαλιά της - ήταν καλοκαίρι. Κι έκανε ζέστη μεγάλη. Στρώσαμε στο κατώφλι - την ώρα που νύχτωσε - και ξαπλώσαμε στην δροσιά - κι έστεκε πάνω μας η πικροδάφνη - κι έστελνε ερεθισμένη σινιάλα. Την άλλη μέρα - βρήκα ένα κλαδί πεσμένο - το καθάρισα - κι αυτό είναι τώρα το σπαθί μου. Το δένω με μιά τριχιά στην μέση - με τρέμουνε οι ουρανοί σαν το φοράω.

1.05.2007

Η εποχή των θαυμάτων.

Ξέρω - αν μία ημέρα μείνω μόνος - τότε θ αρχίση η εποχή των θαυμάτων. Δεν είναι δύσκολο - αρκεί να στρίψω αρκετά - μέσα στον κόσμο. Να κοιμάμαι με το πρώτο φως της νύκτας - να ξυπνάω χαράματα. Να κάνω τον Σταυρό μου αδιάκοπα - μέχρι να βρούνε τα χέρια μου τον πρώτο προορισμό τους - να ανασαίνω βαθειά με όλες τις λέξεις μου. Και πρώτη μου δουλειά να είναι αυτή - να γυρίσω τις πέτρες στο πλευρό τους. Ετσι στρίβεις του κόσμου. Υστερα κάθομαι στο παράθυρο και πέρα - μακριά - είδα τις ελιές που βγήκανε - ξεκλειδώσανε το αρχαίο ξύλο τους και βγήκανε - ξεμαλλιασμένες - χλωμές από τον σκοτεινό Παράδεισο - που περιμένει τους ανθρώπους να φωτίση. Και τους Σπουργίτες.

1.04.2007

Ο Ξένος.

Την πρώτη ημέρα του νέου χρόνου - ήρθε ένας Ξένος - κατέβηκε από το λεωφορείο και κοιτούσε ολόγυρα - κι ύστερα κάθισε σε μία πέτρα κοντά στην στάσι. Δεν θυμάμαι τότε που πήγα - έφυγα όμως - κι όταν γύρισα τον βρήκα καθισμένο μπροστά στην πόρτα μας στο κατώφλι. Ηταν ζεστό νερό στο λεκανάκι - κι η μάννα μου στην καρέκλα της - κι ο Ξένος της έπλενε τα πόδια - με ζεστό νερό και πράσινο σαπούνι. 'Ητανε σα να πέρασαν αιώνες - γιατί μιά αράχνη έπλεξε κι όλας δίπλα το πανάκι της - και μόνο ο ήλιος μας μετρούσε κι ανέβαινε - και μας φώτιζε με χρυσές σπιθαμές. Εσύ άναψες τη λάμπα στο κατώφλι μας Νικηφόρε - με ρώτησε - κι είπα ναι, εγώ την άναψα - άναψε ως την άκρη του κόσμου -κι είδε αυτός τον δρόμο και ήρθε. Σκούπισε τότε τα πόδια της - με μιά παλιά πετσέτα της κουζίνας - και την έριξε στον ώμο του - κι η μάννα μπήκε στο σπίτι και γύρισε - με τα παπούτσια του πατέρα μου. Τα θες, του είπε, πάρτα - μην περπατάς ξυπόλητος. Κι ο Ξένος - πήρε τα παπούτσια του πατέρα μου και τα φόρεσε.