2.27.2007

Φόνος με 4 μαχαίρια.

Το ακούσατε -
ένα αγόρι - 19 χρόνων - έσφαξε τον πατέρα του.
Ο πατέρας ήταν αλκοολικός - και βάναυσος.
Η μητέρα του πέθανε πριν από δύο εβδομάδες. Νευρική ανορεξία και βαριά κατάθλιψι λένε οι γιατροί.
Το αγόρι έσφαξε τον πατέρα του με 4 μαχαίρια. Οταν στόμωνε το ένα χτυπώντας σε κόκκαλο - άρπαζε το άλλο και συνέχιζε να κόβη.
Να κόβη και να ανοίγη.
Θα πλημμύρισε ο τόπος στο αίμα.
Τον χτύπησε στο στήθος και στον λαιμό πολλές φορές.
Εχετε ματώσει ποτέ στα σοβαρά ; Να τρέχη το αίμα ποτάμι ;
Το αίμα έχει φως. Το αγόρι άνοιξε τον πατέρα του και χύθηκε φως.
Το αίμα ξεπλένει - τα σκοτάδια και την δυστυχία που κρύβεται μέσα τους.
Τον έσφαξε στην κουζίνα - έτσι γράφει η είδησι.
Στο βασίλειο της νεκρής μάννας.
Δεν τον έσφαξε - τον άνοιξε. Το αγόρι άνοιξε - έφερε στο φως τα έγκατα του Κρόνου - που κατάπιε την μάννα του.
Το αγόρι χτύπησε τον πατέρα του με την λεπίδα. Τον αγκάλιασε - μύρισε τον ιδρώτα του - τον άγγιξε η ανάσα του πατέρα του.
Αν ήμουν δολοφόνος - θα σκότωνα με το μαχαίρι - θα είμαι μαχαιροβγάλτης. Σιχαίνομαι τα όπλα που σκοτώνουνε από μακριά.

Ομως σκότωσε τον πατέρα του και αυτό είναι φοβερό.
Νοιώθω τι σημαίνει να ζης υπό την σκιά ενός ανηλεούς Θεού - ενός πατέρα που φέρνει μόνο δυστυχία και ξύλο.
Νοιώθω ακόμα το βάρος - να λιώνη η μάννα σαν το κερί - νευρική ανορεξία - κι εσύ να ψιθυρίζης στο μαξιλάρι της ... μαννούλα μου γλυκειά μου μαννούλα μην φύγεις - έχεις εμένα !
Εχεις εμένα ! - με μιά αγάπη που αγγίζει την αιμομιξία - και με δύο απαγορεύσεις. Η δεύτερη είναι ο φόνος - και ο φόνος επιτρέπεται.

Το αγόρι είναι επιληπτικό.
Οταν ερχότανε η κρίσι - έτσι λένε στην γειτονιά - και έπεφτε κάτω σπαρταρώντας - ο πατέρας του τον χτύπαγε.
Η επιληψία εξακολουθεί να είναι η ιερά νόσος - το σημάδι του Θεού.
Χαρίζει στο θύμα της άπειρη ελευθερία - όπως την περιγράφει ο Ντοστογιέφσκυ στο πρόσωπο του πρίγκiπα Μύσκιν.
Το ωκεάνειο αίσθημα - έχω στο στόμα μου την γεύσι του Ηλιου έγραψε ένας επιληπτικός.
Ο πατέρας φοβότανε τον γιό του.
Θύματα και θύτες - ζωντανοί και πεθαμένοι - ήταν άνθρωποι λαϊκοί - ακαλλιέργητοι - δηλαδή άνθρωποι μυθικοί.
Η αρχαιότητα έπεφτε επάνω τους - τους φυλακίζει και τους ελευθερώνει μέχρι το άπειρο.

Αθώος - φωνάζει τώρα η γειτονιά. Και ο νόμος είναι υποχρεωμένος να υπακούση - γιατί δεν φτάνη. Ούτε μπορεί να δώση εξήγησι - ούτε να τιμωρήση τον δράστη.
Και εχει δίκαιο η γειτονιά. Σαν λαϊκοί άνθρωποι και αυτοί - δηλαδή αμόλυντοι - γνωρίζουνε πώς πράγματι υπάρχει -
αθώος φονιάς και αθωότητα μετά φόνου - ακριβώς όπως υπάρχει ενοχή στην καλοσύνη και την ηθική.

2.23.2007

5 άγνωστες ιστορίες.

Ο Σπουργίτης έγραψε ο Σίκ - αλλά δεν ξέρω αν είμαι εγώ. Αν είμαι - υπακούω.

α. Μιά φορά - όταν ήμουν μικρός - ξύπνησα κορίτσι. Είχα βαμμένα κόκκινα γδαρμένα νύχια - έβλεπα εφιάλτες κι έβρεχα το κρεβάτι μου. Δεν θυμάμαι πόσο κράτησε. Μία ημέρα - στην εκδρομή - η Αννα μου έδωσε το δαγκωμένο μήλο της. Το θέλεις ; με ρώτησε. Το ήθελα πολύ - και ξανάγινα ο Νικηφόρος.

β. 12 χρόνων συνάντησα τον Θεό. Καθότανε στα σκαλιά της Αγίας Ελεούσας - φορούσε κουρέλια και έβηχε. Ηταν στην Καλλιθέα.

γ. Οταν έγινα 17 χρόνων πέθανα. Πέθανα κανονικά και για πάντα. Η μάννα μου έκλαιγε - τι κακό κάναμε Θεέ μου - σε τι φταίξαμε ; Από την ημέρα του θανάτου μου ξέρω - δεν θα λείψω ποτέ - από τις ζωές των άλλων.

δ. Κάποτε - ήμουν τότε στα 25 - γνώρισα τον Παπαδιαμάντη. Εμενε απέναντι μας - στης χηρας - και δούλευε στον φούρνο του Ηλία. Κάθε πρωϊ - ξημερώματα - πήγαινε στην δουλειά του με το ποδήλατο.

ε. 33 χρὀνων είδα για πρώτη φορά τον αγέννητο γιό μου. Μοιάζει της μάννας του - έτσι όπως ήτανε τότε που την αγαπούσα.

Να γράψη όποιος θέλει.

2.19.2007

Οδηγίες για τον δρόμο.

Οταν φτάσεις στο βαθύ σκοτάδι - άναψε τον ακοίμητο φακό.

2.08.2007

Μία ημέρα θα φύγω.

Οταν με ρώτησε - της έδειξα ένα σημείο του ουρανού - εκεί της είπα - είναι η πατρίδα μου. Μία ημέρα θα φύγω. Θα γυρίσω πίσω - με περιμένουν. Μία ημέρα - ξερίζωσα τα φτερά μου. Οι πραπίδες μου έκλεισαν. Δεν ξαναείδα - όνειρο. Η ρόδα έσπασε - πέσανε οι ακτίνες της ξύλινες - σαν παλούκια που σημαδεύουνε το χωράφι. Εκεί - είπε η Αννα είναι μακριά. Σε είδα - είπε - που στάθηκες ούτε Σπουργίτης - ούτε Νικηφόρος. Πόσους θανάτους γυρεύεις ; Πόσα βάρη πρέπει ν αφήσης - για να σηκωθής ; Περάσανε χρόνια - γεράσαμε. Συνέχισε να σκουπίζη - να βάζη τα πιάτα στο τραπέζι - να πλένη τα πόδια της στην αυλή - και μέσα της - σαν σπασμένος καθρέφτης - ακόμα πιό μακριά - και ξένος - ο πρώτος ουρανός.

1.26.2007

Ζήτησα μιά φορά.

Ζήτησα μιά φορά - για μένα! - το ελάχιστο του κόσμου - και δεν μου δόθηκε. Σκέφτομαι τώρα - ίσως να ζήτησα πολλά. Σπουργίτης Νικηφόρος - σα να φωνάζη παρόν το τίποτα. Kαι πώς ν αντέξω τόσο βάρος ....

1.17.2007

Εγώ είμαι ο Νικηφόρος.

Ηρθε μία ημέρα - κοίιταξα στον καθρέφτη και δεν είδα κανέναν. Είδα μονάχα τον κόσμο - να γυρνάη αργά - αλλά εγώ έλειπα. Κι ύστερα πρόσεξα τα ίχνη της παρουσίας. Είδα ένα τσιγάρο αφημένο στο τασάκι - ακόμα κάπνιζε - το σχήμα ενός σώματος στο κρεβάτι - ένοιωσα μιά μυρωδιά που κάτι μου θύμιζε - οικοία και ξένη - σαν την μηρωδιά που έχουν τα δάκτυλά σου όταν γυρνάνε από τα σπλάγχνα εκείνης που αγάπησες. Θυμήθηκα τότε ψιθύρους και χάδια - χειρονομίες στο κενό - απογεύματα που ο ήλιος έντυνε χρυσό ένα πρόσωπο. Θυμήθηκα περιπέτειες - και νεκρούς - χωράφια σπαρμένα με στάρια και σκελετούς - και θυμήθηκα νερά και απογεύματα. Αλλά όλα - χωρίς εμένα - άδεια - στην θέσι μου ένα κενό. Αναρωτιέμαι αν είναι αυτό η ζωή - αν είναι αυτό η ζωή μου. Μετά πέρασε καιρός - κι ονόμασα τα ξέθωρα ίχνη - στην άκρη της λησμονιας - τα είπα Νικηφόρο.

1.10.2007

Το κλουβί του ουρανού.

Οταν ήμουν μικρός - και έξυπνος σαν παιδί - όχι τώρα που μαδήσανε τα φτερά μου - κοιτούσα ψηλά τον ουρανό - έβλεπα το φεγγάρι κι έλεγα : ποιός τρελλός άναψε αυτή την λάμπα στο ταβάνι του σύμπαντος ; Ποιός φώτισε τα άπειρα - κι εγώ πώς θα τ αντέξω ; Υστερα περάσανε τα χρόνια - κι αντέχω όπως αντέχετε κι εσείς - έκλεισα τον ουρανό στο κλουβί του.

1.09.2007

Της Μιραντολίνας.

Είμαι με το κορίτσι - με σένα Μιραντολίνα. Η αγάπη υποχρεώνει και νοιώθεις την υποχρέωσί της - σαν ελευθερία. Ο Σπουργίτης είναι ελεύθερος - δεν φοβάται.
Μην ξαναπειράξετε την Μιραντολίνα - σήμερα ο Σπουργίτης φόρεσε το ξύλινο σπαθί του.

Να σας πω πώς βρήκα το ξύλινο σπαθί μου ;
Μία ημέρα - γύρισα σπίτι - από τα Χειμαδιά - κι από μακριά είδα την μάννα μου στο κατώφλι - με περίμενε - και τα μαλλιά της ανέμιζαν - και τίναζε ο αέρας το φουστάνι της. Ετρεξα τότε - κι έπεσα στην αγκαλιά της - ήταν καλοκαίρι. Κι έκανε ζέστη μεγάλη. Στρώσαμε στο κατώφλι - την ώρα που νύχτωσε - και ξαπλώσαμε στην δροσιά - κι έστεκε πάνω μας η πικροδάφνη - κι έστελνε ερεθισμένη σινιάλα. Την άλλη μέρα - βρήκα ένα κλαδί πεσμένο - το καθάρισα - κι αυτό είναι τώρα το σπαθί μου. Το δένω με μιά τριχιά στην μέση - με τρέμουνε οι ουρανοί σαν το φοράω.

1.05.2007

Η εποχή των θαυμάτων.

Ξέρω - αν μία ημέρα μείνω μόνος - τότε θ αρχίση η εποχή των θαυμάτων. Δεν είναι δύσκολο - αρκεί να στρίψω αρκετά - μέσα στον κόσμο. Να κοιμάμαι με το πρώτο φως της νύκτας - να ξυπνάω χαράματα. Να κάνω τον Σταυρό μου αδιάκοπα - μέχρι να βρούνε τα χέρια μου τον πρώτο προορισμό τους - να ανασαίνω βαθειά με όλες τις λέξεις μου. Και πρώτη μου δουλειά να είναι αυτή - να γυρίσω τις πέτρες στο πλευρό τους. Ετσι στρίβεις του κόσμου. Υστερα κάθομαι στο παράθυρο και πέρα - μακριά - είδα τις ελιές που βγήκανε - ξεκλειδώσανε το αρχαίο ξύλο τους και βγήκανε - ξεμαλλιασμένες - χλωμές από τον σκοτεινό Παράδεισο - που περιμένει τους ανθρώπους να φωτίση. Και τους Σπουργίτες.

1.04.2007

Ο Ξένος.

Την πρώτη ημέρα του νέου χρόνου - ήρθε ένας Ξένος - κατέβηκε από το λεωφορείο και κοιτούσε ολόγυρα - κι ύστερα κάθισε σε μία πέτρα κοντά στην στάσι. Δεν θυμάμαι τότε που πήγα - έφυγα όμως - κι όταν γύρισα τον βρήκα καθισμένο μπροστά στην πόρτα μας στο κατώφλι. Ηταν ζεστό νερό στο λεκανάκι - κι η μάννα μου στην καρέκλα της - κι ο Ξένος της έπλενε τα πόδια - με ζεστό νερό και πράσινο σαπούνι. 'Ητανε σα να πέρασαν αιώνες - γιατί μιά αράχνη έπλεξε κι όλας δίπλα το πανάκι της - και μόνο ο ήλιος μας μετρούσε κι ανέβαινε - και μας φώτιζε με χρυσές σπιθαμές. Εσύ άναψες τη λάμπα στο κατώφλι μας Νικηφόρε - με ρώτησε - κι είπα ναι, εγώ την άναψα - άναψε ως την άκρη του κόσμου -κι είδε αυτός τον δρόμο και ήρθε. Σκούπισε τότε τα πόδια της - με μιά παλιά πετσέτα της κουζίνας - και την έριξε στον ώμο του - κι η μάννα μπήκε στο σπίτι και γύρισε - με τα παπούτσια του πατέρα μου. Τα θες, του είπε, πάρτα - μην περπατάς ξυπόλητος. Κι ο Ξένος - πήρε τα παπούτσια του πατέρα μου και τα φόρεσε.