10.16.2006

Οταν φεύγουν τα πουλιά

Το Φθινόπωρο είναι εδώ σαν μία μικρή κρύα Ανοιξη. Με τις πρώτες βροχές η φύση πρασινίζει μόνο μέ ένα πράσινο σκοτεινότερο - ξέρει, ο Χειμώνας ακολουθεί. Ηταν κάποτε η αγαπημένη μου εποχή. Τα χελιδόνια πάντως φεύγουνε.
Θυμάστε την γρίπη των πτηνών και τον πανικό που προκάλεσε; Λοιπόν, αυτό το καλοκαίρι που πέρασε τα πουλιά γύρισαν χωρίς την γρίπη, η Αφρική τα γιάτρεψε.

Ενα ψάρι που το λέγανε Σπουργίτη.

Ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και αυτό είναι προφανές. Σχεδόν προφανές. Είναι επίσης προφανές ότι αυτή η μοναδικότητα δεν φανερώνεται στα ιστολόγια. Δεν την φανερώνει η γραφή δηλαδή, αφού ακόμα και στους μεγάλους όπως ας πούμε ο Ντοστογιέφσκυ, εκείνο που αναγνωρίζουμε είναι το ύφος, το στύλ, τον τρόπο αλλά όχι το πρόσωπο.
Το πρόσωπο μας διαφεύγει πάντα.
Αν κατέβουμε ένα σκαλοπάτι πάλι τίποτα δεν θα δούμε. Γιατί στο καλό τόσες κοινοτοπίες, τόση αγωνία για να είσαι όπως ακριβώς ο διπλανός; Γιατί τόση προσπάθεια να γίνουμε κανονικοί, μετρήσιμοι, νομοταγείς, απαράλλαχτοι με τους υπόλοιπους στο ανθρώπινο κοπάδι; Κρυβόμαστε από τον θάνατο μέσα στην μάζα, όπως τα ψάρια;
Τέλος πάντων,
τα ιστολόγιά μας δεν είναι μία πράξη ελευθερίας αλλά πράξη ενεργής απόκρυψης.
Γράφουμε για να θολώσουμε τα νερά.

10.15.2006

Εκλογές σήμερα

Μία μουντή φθινοπωρινή ημέρα που θέλεις να ξαπλώσεις και να κοιμηθείς μέχρι το τέλος του κόσμου. Το κρεβάτι γίνεται φωλιά, κρυψώνα και τάφος.
Το μόνο που σε κρατάει ζωντανό και σε ησυχάζει είναι οι μυρωδιές σου. Δεν υπάρχει πιό ήσυχος ύπνος από τον ύπνο σε βρώμικα σεντόνια. Τα απορρυπαντικά είναι ένας εφιάλτης, χάνεις τον εαυτό σου μέσα τους, το κρεβάτι σου γίνεται ένα χημικό εργαστάσιο, σύγχρονη πόλη. Εσύ θέλεις μιά φωλιά, να μυρίζει όπως μυρίζουν οι φωλιές, να μυρίζει όπως μυρίζεις εσύ, ο ιδρώτας σου, τα μαλλιά σου.

10.08.2006

Κάποτε ριζώνουν καὶ τὰ λόγια

Μία φορὰ ἦταν ἕνας βασιλιὰς καὶ εἶχε στὸ κεφάλι του ἕνα κερατάκι. Τὸ εἶχε πολὺ κρυφό, μὰ πῶς νὰ τὸ κρύψει καὶ ἀπὸ τὸν κουρέα του;
Κάθε φορὰ ὅμως ποὺ πήγαινε νὰ τοῦ κόψει τὰ μαλλιά, ὁ βασιλιὰς τὸν φοβέριζε νὰ μὴν τὸ πεῖ σὲ κανένα, γιατί θὰ τοῦ πάρει τὸ κεφάλι.
Ἄλλος κανένας δὲν τὸ ἤξερε ἐκτὸς ἀπὸ τὸν κουρέα τοῦ βασιλιᾶ.
Ὁ κουρέας δὲν μποροῦσε νὰ βαστάξει τὸ μυστικό, μὰ φοβόνταν πάλι. Τί νὰ κάνει; Ποῦ νὰ τὸ εἰπεῖ;
Πῆγε σ’ ἕνα πηγάδι, ἔσκυψε ἀποπάνω καὶ φώναξε μ’ ὅλη του τὴν καρδιά: Ὁ βασιλιὰς ἔχει κερατάκι!
Ὕστερα ἀπὸ λίγον καιρὸ τὸ πηγάδι ξεράθηκε, καὶ φύτρωσε μέσα του μία καλαμιά. Ἡ καλαμιά μεγάλωσε καὶ μία μέρα πέρναγεν ἕνας τσοπάνης, ἔκοψε τὴν καλαμιά κι ἔκανε μία φλογέρα καὶ τὴν ἔπαιζε. Μὰ ἡ φλογέρα ἔλεγε: Μπί, μπί, ὁ βασιλιὰς ἔχει κερατάκι, ὁ βασιλιὰς ἔχει κερατάκι!
Τὸ ἄκουσεν ἕνας, τὸ ἄκουσεν ἄλλος, τὸ ἔμαθεν ὅλη ἡ χώρα, ἔφτασε καὶ στ’ αὐτιὰ τοῦ βασιλιᾶ.
Στέλνει ὁ βασιλιάς, φωνάζει τὸν κουρέα.
– Ποῦ τὸν εἶπες αὐτὸν τὸ λόγο; τὸν ρωτάει.
Ὁ καημένος ὁ κουρέας ὁρκιζόταν πὼς δὲν τὸ εἶπε σὲ κανένα. Μόνο μία φορά, λέει, δὲν βάσταξα καὶ πῆγα καὶ τὸ εἶπα μέσα στὸ πηγάδι.
Φωνάζουν καὶ τὸν τσοπάνη κι αὐτὸς μαρτύρησε πὼς τὴ φλογέρα τὴν ἔκαμε ἀπὸ ἕνα καλάμι ποὺ βγῆκε μέσα στὸ πηγάδι. Ἔτσι φανερώθηκε πὼς κάποτε ριζώνουν καὶ τὰ λόγια.